Σταματήστε να γίνεστε λαθρεπιβάτες στη ζωή και στα όνειρα των παιδιών σας
Γιατί οι ψυχολογικοί αποχωρισμοί της παιδικής ηλικίας είναι οι αποσκευές για το ταξίδι στην ενήλικη ζωή; Πως και γιατί να βοηθήσουμε τα παιδιά να επιτύχουν την αυτονομία τους;
Ο Τρύφωνας Ζαχαριάδης (συγγραφέας – ψυχαναλυτικός θεραπευτής, διευθυντής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Παιδαγωγικής) απαντά στην ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια Κατερίνα Μαγγανά.
Η ανθρώπινη ανάγκη για συντροφικότητα και οι αναπόφευκτοι αποχωρισμοί που θα συναντήσουμε στην πορεία της ζωής είναι από τους ισχυρότερους πόλους της ύπαρξης μας. Η πρόσφατη κυκλοφορία του εξαιρετικά ενδιαφέροντος βιβλίου «Συντροφικότητα – Αποχωρισμός» του Τρ. Ζαχαριάδη (εκδόσεις Αρμός), μας έδωσε την αφορμή να κάνουμε μια ουσιαστική συζήτηση για τα μεγάλα αυτά θέματα της ζωής μας.
ΚΜ: «Η συντροφικότητα και ο αποχωρισμός χρήζουν παιδείας», μια φράση εμβληματική στο κείμενό σας. Για ποια παιδεία μιλάμε;
Τ.Ζ.: Εκείνη που έχει σχέση με τη συναισθηματική εκπαίδευση ενός παιδιού. Ο ικανός γονιός πετυχαίνει το στόχο του όταν διευκολύνει το παιδί να αποχωρίζεται βρεφικές ανάγκες, συμπεριφορές πρώιμων παιδικών χρόνων και αισθηματικές συναλλαγές που συντηρούν και κατοχυρώνουν στη ζωή του την παντοδυναμία της γονικής φιγούρας. Η συντροφική σχέση με το παιδί εννοείται προσφέρει ικανοποίηση και στις δύο πλευρές. Ως γονείς όμως δεν γίνεται να τα μεγαλώνουμε ελπίζοντας ότι θα μας συντροφεύουν για πάντα. Δεν είναι δυνατόν να είμαστε λαθρεπιβάτες στη ζωή και τα όνειρά τους. Είναι τραγικό να νιώθουμε ικανοποίηση όταν κάθε φορά που δοκιμάζουν να απελευθερωθούν από εμάς αισθάνονται ότι μας προδίδουν και ενοχοποιούν την ανάγκη τους για αυτονόμηση.
ΚΜ: Εντοπίζετε λεκτικά στο βιβλίο την πηγή του αισθήματος της ενοχής στην αυτονόμηση, πως δηλαδή αρκετά παιδιά που επιτυγχάνουν την αυτονομία τους αναπτύσσουν ταυτόχρονα ενοχές απέναντι στους γονείς.
Τ.Ζ.: Η επιτυχία της διαδρομής ενός ανθρώπου διεκπεραιώνεται σε ένα, κατά την άποψή μου, οικουμενικό τραύμα: τις επιθυμίες των γονιών του. Είτε θέλει είτε όχι θέτει ως στόχο του την ικανοποίηση ή το ξεπέρασμά τους. Με βάση τις επιλογές που έχει ή θα εφαρμόσει τις επιθυμίες τους και θα πάρει το «πιστοποιητικό του καλού παιδιού», ώστε να μη λειτουργεί ενοχικά, ή θα πράξει εκείνο που ταιριάζει περισσότερο στα δικά του θέλω. Αν υπάρχει υπερβολικό οικογενειακό «δέσιμο», η επιλογή των «θέλω» του, ασυνείδητα, μπορεί να γεννήσει στο ίδιο το παιδί αίσθημα της αδικαιολόγητης «κακότητας» του προς την πλευρά των γονιών. Έτσι ξεκινά η αναπηρία ενός ανθρώπου που έχει πειστεί ότι αν «δεν διαφωνεί» θα τον «αγαπούν». Κυρίως, η ισορροπημένη διαχείριση αυτού του ψυχικού υλικού από τους γονείς, στα πρώιμα χρόνια των παιδιών, μπορεί να τα απαλλάξει από τις ενήλικες ενοχές τους και την αφόρητη δυσθυμία τους.
ΚΜ: Αυτή η δυσθυμία προβάλλεται κυρίως στο εξωτερικό περιβάλλον, φταίνε πάντα οι άλλοι.
Τ.Ζ.: Φυσικά και γι’ αυτό όταν φτάσει αυτός ο άνθρωπος να επιλέξει σύντροφο, προβάλλει αυτές τις γονικές εκκρεμότητες στο σύντροφό του. Η φαντασίωση ενισχύει την προσδοκία ότι οι εκκρεμότητες του παρελθόντος με τους γονείς θα επιλυθούν με τους νέους συντρόφους στο «εδώ και τώρα». Συχνά οι ματαιώσεις και τα παράπονα μας οδηγούν στον αποχωρισμό από τα άτομα στα οποία επενδύσαμε, όχι γι’ αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που θα θέλαμε να γίνουν και δεν έγιναν. Με το ίδιο σχεσιακό μοτίβο σχετιζόμαστε στη σεξουαλική μας συμπεριφορά, στο εργασιακό πεδίο, στη σχέση μας με το κράτος ή στην επαφή με τους φίλους και, απ’ ό,τι φαίνεται και με τα παιδιά μας.
ΚΜ: Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να εκπαιδεύσουν έτσι το παιδί τους, γιατί και οι ίδιοι δυσφορούν σε αυτές τις ψυχικές και ηλικιακές μετατοπίσεις. Και το να μη «μεγαλώνει» το παιδί σημαίνει ότι ξεγελούν τις δικές τους αναπόφευκτες αλλαγές.
Τ.Ζ.: Έχετε δίκιο. Βέβαια η αίσθηση ότι μέσω των παιδιών μας νικάμε συμβολικά το θάνατο είναι ελκυστική, με την έννοια ότι αυτά αποτελούν συνέχεια της ζωής μας. Η φυσιολογική ανωριμότητα ενός παιδιού δεν κάνει κακό σε κανέναν. Αντίθετα, η συναισθηματική ανωριμότητα του γονιού κάνει κακό και στο παιδί και στις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ανώριμοι γονείς μεγαλώνουν ανώριμα παιδιά, που ενισχύουν ως αυριανοί ενήλικες την ανώριμη κοινωνική συμπεριφορά. Κατανοώ ότι από φόβο ή ευχαρίστηση, προσπαθούμε να χωρέσουμε στη ζωή μας όσο πιο πολλή συντροφικότητα χωράει. Την ποιότητά της όμως καθορίζει ο φόβος αποχωρισμού. Το «δέσιμο» των παιδιών στις ανάγκες μας δεν είναι ούτε προσφορά, ούτε αγάπη προς αυτά. Προδίδει τον εγωισμό μας και τις λανθασμένες προσεγγίσεις μας.
ΚΜ: Συχνά ακούμε στις θεραπείες ότι οι γονείς δεν μπόρεσαν να κάνουν τα παιδιά τους αυτόνομους ενήλικες, κάνοντας τον κόσμο να φαίνεται απειλητικός.
Τ.Ζ.: Ναι, γιατί όσο πιο απειλητικός μοιάζει ο εξωτερικός κόσμος τόσο μεγαλύτερη η συσπείρωση στον οικογενειακό θύλακα. Για να μην τα μπλέξουμε, δεν αναφέρομαι στην οικογενειακή συνοχή, ασφάλεια και εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητες, αλλά στην υπερβολική και νοσηρή εξάρτηση, που μεταφράζεται σε υπερπροστασία και κυριαρχία. Οι εξαρτήσεις αυτών των παιδιών, με στατιστικά δεδομένα, μπορεί αργότερα να τα οδηγήσουν ν’ αναζητήσουν υποκατάστατα σε ουσίες, τζόγο, αλκοόλ, ή να δημιουργήσουν σχέσεις υποταγής με πρόσωπα και καταστάσεις ιδιόρρυθμες, ή να υποστηρίξουν ιδεολογήματα που υποτίθεται ότι ενισχύουν αυτό το «δέσιμο» και τη «συνοχή».
ΚΜ: Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στο βίωμα της εγκατάλειψης που νιώθει ένας ενήλικος σε αλλαγές, όπως π.χ. η απόκτηση ενός παιδιού που κάνει τον πατέρα να νιώθει εγκατάλειψη από τη σύντροφό τους.
Τ.Ζ.: Πολύ συχνά οι άνθρωποι με ανεπεξέργαστες εκκρεμότητες από τη δική τους παιδική ηλικία, το φυσιολογικό το βιώνουν ως δυσφορική εξέλιξη, όπως στο παράδειγμα που αναφέρατε. Το αίσθημα της εγκατάλειψης τους καθηλώνει ψυχικά στα τραύματα της παιδικής τους ζωής κι ας βρίσκονται πια σε ενήλικη περίοδο. Αυτό έχει σχέση με το γεγονός ότι ένα παιδί γίνεται βιωματικά ένα παραδεκτό ή ένα απαράδεκτο κομμάτι του εαυτού των γονιών του. Επομένως, κάθε φορά που ως ενήλικος χρειάζεται να «αλλάξει» κάτι στη διαδρομή του, επιστρέφει στο «παιχνίδι» που έχει σχέση με το «με αποδέχονται ή με απορρίπτουν, με εγκαταλείπουν ή με αγαπούν και με φροντίζουν». Υπάρχουν δύο μορφές εγκατάλειψης. Η μία είναι σχετική με την απόρριψη μας από τους άλλους και η άλλη με την απόρριψη που πραγματοποιούμε εμείς στον εαυτό μας. Ιδιαίτερα η τελευταία μας οδηγεί αρκετές φορές να ζούμε μέχρι τέλους το «δράμα» μας.
ΚΜ: Κομμάτι της ενηλικίωσης είναι και οι φάσεις των αποχωρισμών: η μητέρα θα πρέπει ν’ αφήσει για λίγο το παιδί για να συναντηθεί με τον εραστή-σύζυγο, όπως και το παιδί θα πρέπει να νιώθει ικανό να «εγκαταλείψει» τους γονείς, για να στραφεί σε άλλους.
Τ.Ζ.: Το σχόλιό σας με παραπέμπει στα αυτονόητα. Να αγαπήσουμε και άλλα άτομα εκτός από τους γονείς. Να επιλέξουμε ένα σύντροφο εκτός από τη μητέρα και τον πατέρα. Πιο απλά, να εμπιστευθούμε τους ανθρώπους. Για να συμβεί όμως αυτό, χρειάζεται να αντέξουμε τους αποχωρισμούς. Οι ψυχολογικοί αποχωρισμοί της παιδικής ηλικίας είναι οι …αποσκευές για το ταξίδι μιας καλής συντροφικότητας στην ενήλικη ζωή. Οι μόνοι που μπορούν να διευκολύνουν αυτούς τους αποχωρισμούς είναι οι γονείς, ή οι φροντιστές της παιδικής ηλικίας.
ΚΜ: Γράφετε για την αυτοφροντίδα, μια λειτουργία απαραίτητη για την επίτευξη ουσιαστικής συντροφικότητας στην ενήλικη ζωή.
Τ.Ζ.: Αν δεν αυτοφροντίζομαι σημαίνει ότι θα εξαρτηθώ από κάποιον άλλο. Η δύναμη των άλλων στηρίζεται στην αδυναμίας μας. Η έννοια της φροντίδας του εαυτού μαθαίνεται και αυτή από τη βρεφική ηλικία. Βλέπω συχνά φροντιστές παιδιών να μην τα αφήνουν να φάνε μόνα τους επειδή φοβούνται μήπως λερωθούν ή μήπως καταστρέψουν το χαλί. Αν τα έχεις όλα έτοιμα σε ένα παιδί, δεν υπάρχει κίνητρο για να πάει πιο πέρα. Το ελλείπον στη ζωή μας, στη σωστή ποσότητα και ποιότητα, είναι αυτό που μας κινητοποιεί. Επειδή δε νιώθουμε ότι έχουμε καλυφθεί, κινητοποιούμε τη δημιουργική κατεύθυνση διεκδικώντας και κάτι ακόμα. Αυτό το ελλείπον ξεκινά από τους πρώτους μήνες της ζωής μας, από τη σχέση μας με τη μητέρα, αλλά και από το περιβάλλον. Αν μας επιτραπεί λοιπόν να επεξεργαστούμε αυτό που λείπει ως ωφέλιμο υλικό και όχι ως υλικό θυμού (γιατί δεν μου έδωσες, για τι με άφησες, γιατί δεν με προσέχεις κ.λπ.) τότε κερδίζεται το παιχνίδι της αυτονόμησης. Διαφορετικά μπαίνουμε συνέχεια στο ρόλο του προδότη ή του προδομένου. Συχνά αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχει σχέση με τους γύρω, αλλά ότι είναι ένα εσωτερικό παιχνίδι του εαυτού μας, άλλοτε ως θύτη και άλλοτε ως θύματος.
ΚΜ: Όταν αυτές οι λειτουργίες έχουν πάει σχετικά καλά, τότε μπορούμε να κάνουμε χώρο και για τον άλλο μέσα μας.
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να αγαπηθούμε είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μας. Αυτό που δεν εξετάζουμε είναι αν είμαστε εμείς ικανοί να αγαπήσουμε. Ο «χώρος» για τον οποίο κουβεντιάζουμε έχει σχέση με αυτή την ικανότητα και με τη διερεύνηση αν διαθέτουμε την ψυχική παιδεία, ώστε όχι μόνο να πάρουμε από τον άλλο, αλλά και να του δώσουμε. Όχι για να τον δεσμεύσουμε ώστε να μας δίνει με το ζόρι, αλλά γιατί αληθινά θέλουμε να αλληλεπιδράσουμε συναισθηματικά μαζί του. Πρόκειται για έναν ενήλικο συναγελασμό, όχι πια από τη θέση του παιδικού ρόλου και της ανευθυνότητα. Αυτή η παιδεία, όπως και όλα όσα συζητήσαμε σήμερα, πηγάζουν από την περίφημη συναισθηματική εκπαίδευση της πρώτης οικογένειας.
ΚΜ: Κάνουμε νέες ιστορίες με ρίζες σε παλιά υλικά. Υπάρχει πάντως κάτι σε αυτή την κρίση που μας καθηλώνει, αναδεικνύοντας μια δυσκολία μας στους αποχωρισμούς.
Τ.Ζ.: Ιστορικά, ως λαός που έχει υποστεί τα πάνδεινα, έχουμε λόγους να ενισχύουμε την εθνική εσωστρέφεια και να είμαστε αρνητικοί και καχύποπτοι σε ιδιόρρυθμους συνεργατισμούς. Η καθήλωση μας έχει σχέση και με αυτό. Η διαφοροποίηση, η αλλαγή και η μετάβαση, όμως μοιάζει να είναι τραυματική για τον Έλληνα. Η «οδύνη του τοκετού» ξεπερνά τους εννέα μήνες! Κάποιες φορές χρειάζονται και αιώνες. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Δυσκολευόμαστε να πάμε πιο πέρα, να κλείσουν οι «κύκλοι του χθες». Η ελληνική κοινωνία απηχεί τη συναισθηματική ανωριμότητα των μελών της από την πρώτη τους εκπαίδευση στο οικογενειακό περιβάλλον. Η κρατική εξουσία, μια άλλη «δύστροπη μητέρα», μας υποπτεύεται κι εμείς της το ανταποδίδουμε. Ίσως είναι καιρός να ξαναδιαβάσουμε τις ζωές μας μέσα από μια διαφορετική ματιά!